ιχθυοτροφία

ιχθυοτροφία
η
ζωοτεχνικός κλάδος που ασχολείται με την αναπαραγωγή, εκτροφή και εκμετάλλευση των ψαριών: Η ιχθυοτροφία αποτελεί για ορισμένες χώρες σπουδαία πλουτοπαραγωγική πηγή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • ελωδία — (helodea). Πολυετής υδρόβια πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών, ιθαγενής της Αμερικής. Πολλαπλασιάζεται, αναπτύσσεται και εξαπλώνεται με ασυνήθιστη ταχύτητα, προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές στην ιχθυοτροφία, στην ορυζοκαλλιέργεια, ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοκομία — ἡ [ιχθυοκόμος] η τέχνη τής επιστημονικής εκτροφής και εκμετάλλευσης τών ψαριών, η ιχθυοτροφία …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφικός — ή, ό (Μ ἰχθυοτροφικός, ή, όν) [ιχθυοτρόφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυοτροφία …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτρόφος — ο (Α ἰχθυοτρόφος, ον) (για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, νησί — Νησί (347 κάτ.) που βρίσκεται στη λίμνη των Ιωαννίνων, στα Α της πόλης. Τη βυζαντινή περίοδο χτίστηκαν στην περιοχή του νησιού μοναστήρια με αξιόλογες εκκλησίες και τοιχογραφίες. Το παλαιότερο μνημείο είναι το καθολικό της μονής του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκουέλο — (Bangouelo). Λίμνη (2.330 τ. χλμ.) της Ζιμπάμπουε. Από ανατολικά δέχεται τα νερά του ποταμού Ζαμβέζη και χύνεται νότια στον Λουαπούλα. Το μεγαλύτερο μέρος της έχει τέλματα και μόνο στα ΒΔ βαθαίνει. Η λίμνη έχει πολλά νησιά που καλλιεργούνται και… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχθυοτροφία: Ιχθυοτροφικές εγκαταστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”